18 September 2007



Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά
σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο
κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο
δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και
στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει
αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς
ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου - που
μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και
δεν της πήρα τίποτα.

Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι
να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροε-
τοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν
το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύ-
ρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το
παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέ-
λος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και
τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...

«Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτά-
δες;» -έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο
νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε
απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις
πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην
πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα
μικρό πουλί.

Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την
ιδία πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.

Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!

Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

Ποιος να σ' αφήσει;

Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα
κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...

Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί
μ' αυτήν και τ' όνομά της.

ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέ-
σα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε
καθόλου.

ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί
και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε
όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στο
δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιτα-
λιάνικες.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναί-
κες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

...

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα
δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα
στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα
μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!

...

Μιξοευρωπαϊστί τα πάντα λέγονται
γίνονται ξεγίνονται
μ' ευκολίες με δόσεις.
Καιρός των ανταλλακτικών:
σπάει λάστιχο-βάζεις λάστιχο
χάνεις Jimmy-βρίσκεις Bob.
C' est très pratique που 'λεγε κι η Annette
η ωραία σερβιτόρισσα του Tahiti.
Της είχανε υπογράψει δεκαεννέα εραστές τα στήθη της
μαζί με τον τόπο της καταγωγής τους
μια μικρή τρυφερή γεωγραφία.
Όμως θαρρώ στο βάθος ήταν ομοφυλόφιλη.
Τρώγε την πρόοδο
και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της.

...

Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο
είναι η εκδίκηση.
Το σίδερο και η πέτρα έχουν τον τρόπο τους
θα μας καταβάλουν
και θα περάσουμε μια νέα λίθινη εποχή
θα τρομοκρατηθούμε ανάμεσα στους εξαγριωμένους
βροντόσαυρους·
τότε ίσως νοσταλγήσουμε
την ακρίβεια και την τελειότητα
ενός ρολογιού Patek Philippe..

Ε σεις Κύριοι της Τεχνοκρατίας
λίγο πιο δεξιά παρακαλώ:
κρατήστε μου μια θέση στο Α του Κενταύρου
και πάλι βλέπουμε.

Δυστυχώς και η Γη
με δικά μας έξοδα γυρίζει.